Ήταν 11 χρονών

Ήταν 11 χρονών

Η δολοφονία και η απόπειρα βιασμού του εντεκάχρονου κοριτσιού στην Ηλεία, είναι η τραγική κορύφωση μίας αλληλουχίας γεγονότων, που έχουν ξεκινήσει χρόνια πριν.

Η ιστορία ξεκινά πριν από τέσσερα χρόνια, το 2020, στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Ζακύνθου. Τότε, ένας νέος άνδρας 33 χρονών, καταδικάζεται για βιασμό ανήλικου κοριτσιού, μόλις 14 ετών. Δικαστές και ένορκοι, του επιβάλουν ποινή κάθειρξης 9 ετών και δέχονται το αίτημα του, να παραμείνει ελεύθερος, μέχρι την εκδίκαση της έφεσής του, επιβάλλοντάς του την εμφάνιση στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής του δύο φορές τον μήνα.

Ως επιχείρημα, για να παραμείνει ελεύθερος μέχρι την εκδίκαση της έφεσής του, ο άνδρας χρησιμοποιεί την οικονομική και οικογενειακή του κατάσταση, προβάλλοντας ότι είναι πατέρας τεσσάρων παιδιών και η οικογένεια του δεν θα επιβιώσει οικονομικά εάν φυλακιστεί. Παράλληλα δε, ο άνδρας αυτός έχει ήδη καταδικασθεί για σωρεία πλημμελημάτων, όπως σωματικές βλάβες, γεγονός που δεν λαμβάνεται υπόψη, όταν το Δικαστήριο αποφασίζει να μην τον οδηγήσει στις φυλακές.

Δύο χρόνια αργότερα, το 2022, εκδικάζεται η έφεσή του στα Δικαστήρια της Πάτρας. Ο καταδικασθείς εμφανίζεται στο Δικαστήριο χωρίς συνήγορο, και η δίκη αναβάλλεται για τον Φεβρουάριο του 2024, προκειμένου να του ορισθεί Δικηγόρος από τους σχετικούς καταλόγους του Δικηγορικού Συλλόγου.

Φεβρουάριος 2024. Η εκδίκαση της έφεσης του καταδικασθέντος αναβάλλεται ξανά, και προσδιορίζεται εκ νέου για το 2025.

10 Ιουλίου 2024, ο ίδιος άνδρας, 37 σήμερα ετών, δολοφονεί ένα εντεκάχρονο παιδί στην Ηλεία, αφού επιχείρησε να το βιάσει.

Η εκδίκαση της έφεσης το 2025, πλέον δεν έχει κανένα νόημα, το έγκλημα έχει συμβεί.

Το γεγονός ότι, ο δράστης βρισκόταν εκτός φυλακής, παρά την προγενέστερη καταδίκη του, αναδεικνύει σοβαρές παθογένειες στο ποινικό σύστημα. Δεν είναι δυνατόν, σήμερα, η μόνη μορφή παρακολούθησης δραστών, τέτοιων ειδεχθών εγκλημάτων εις βάρος παιδιών, να περιορίζεται στην παρουσία τους δύο φορές το μήνα στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής τους.

Η ανεπαρκής προστασία των θυμάτων, η απουσία αποτελεσματικής παρακολούθησης των καταδικασμένων δραστών και οι κοινωνικές αντιλήψεις, που συχνά υποβαθμίζουν τη σοβαρότητα της σεξουαλικής βίας, συνθέτουν ένα πλαίσιο που διαιωνίζει την ατιμωρησία και την ανασφάλεια.

Το ανήλικο θύμα, με αντίτιμο τη ζωή του, τόλμησε να προβάλει την («ασύμμετρη») αντίστασή του, όχι μόνον απέναντι σε έναν επικίνδυνο, μεγαλύτερο ηλικιακά και σωματώδη βιαστή, αλλά απέναντι σε ένα ολόκληρο δικαστικό σύστημα που απέτυχε να το προστατέψει.

Η προστασία των παιδιών και η αντιμετώπιση της σεξουαλικής βίας πρέπει να αποτελούν προτεραιότητες για όλους μας, και η πολιτεία έχει την ευθύνη να εξασφαλίσει ότι, παρόμοια εγκλήματα δεν θα επαναληφθούν.